Υγεία
Ουρική νόσος και πώς συνδέεται με τα καρδιομεταβολικά νοσήματα
Γράφει ο Λάζαρος Καρνέσης, Παθολόγος, Διευθυντής Δ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ.
Τα τελευταία χρόνια παρακολουθούμε με ενδιαφέρον μια πληθώρα άρθρων στη διεθνή βιβλιογραφία που δείχνουν ότι η ουρική αρθρίτιδα αποτελεί απλώς τη θορυβώδη εκδήλωση μιας επικίνδυνης πάθησης, της ουρικής νόσου.
Τι είναι η ουρική νόσος;
Η ουρική νόσος είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από χρόνια υπερουριχαιμία, οξεία αρθρίτιδα και χρόνια τοφώδη αρθροπάθεια, νεφρολιθίαση και οξεία και χρόνια νεφρική νόσο, ενώ φαίνεται πως σχετίζεται άμεσα και με καρδιαγγειακή νόσο, μεταβολικό σύνδρομο, υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και αυξημένη θνησιμότητα.
Σε αντίθεση με τη θεωρία ότι το ουρικό οξύ αποτελεί ένα αδρανές παραπροϊόν του μεταβολισμού των πουρινών, πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι έχει πολλαπλές προφλεγμονώδεις, προοξειδωτικές και αγγειοσυσπαστικές ιδιότητες που συμβάλλουν στην εκδήλωση καρδιομεταβολικών νοσημάτων.
Πλέον, ιδίως την τελευταία δεκαετία, έχουμε πολλά δεδομένα που δείχνουν την υπερουριχαιμία ως ανεξάρτητο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, πέρα από τις ευρέως γνωστές αρθρικές και νεφρικές επιπλοκές.
Συσχετίζεται η ουρική νόσος με άλλες παθήσεις;
Οι ασθενείς με ουρική νόσο πάσχουν από πολλαπλά συνοδά καρδιομεταβολικά νοσήματα, όπως:
- αρτηριακή υπέρταση (89%)
- υπερλιπιδαιμία (69%)
- στεφανιαία νόσος (37%)
- σακχαρώδης διαβήτης (29- 33%)
- χρόνια νεφρική νόσος (47%)
- καρδιακή ανεπάρκεια (12%)
Ειδικά όσον αφορά το Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου ΙΙ, φαίνεται πως η υπερουριχαιμία αποτελεί έναν πρώιμο δείκτη έναρξης της νόσου, καθώς παρατηρούνται αυξημένες τιμές ουρικού οξέος στα αρχικά στάδια διαταραχής μεταβολισμού της γλυκόζης. Επιπλέον, η υπερουριχαιμία σε διαβητικούς ασθενείς έχει συσχετιστεί με μικροαγγειακές (νεφροπάθεια, νευροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια) και μακροαγγειακές (ΑΕΕ, ΣΝ, ΠΑΝ) επιπλοκές της νόσου.
Πιο πρόσφατα δεδομένα της NHANES από μία μεγάλη μελέτη καταγραφής πληθυσμού έδειξαν ότι όσο πιο υψηλά ήταν τα επίπεδα του ουρικού οξέος τόσο αυξανόταν η θνητότητα από ΣΝ και ΑΕΕ σε άτομα >50 ετών και κυρίως στις γυναίκες, οι οποίες φαίνεται να κινδυνεύουν σε χαμηλότερα επίπεδα ουρικού οξέος συγκριτικά με τους άντρες.
Σε μία άλλη πρόσφατη μελέτη, η υπερουριχαμιμία (>7mg/dl στους άνδρες και >6mg/dl στις γυναίκες) φάνηκε ότι αποτελεί προγνωστικό παράγοντα εμφάνισης πολλαπλών καρδιομεταβολικών διαταραχών.
Υπάρχει παθοφυσιολογική ερμηνεία;
H απάντηση βρίσκεται στο αυξημένο οξειδωτικό στρες που οδηγεί σε αντίσταση στην ινσουλίνη και την ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, στην οξείδωση του μιτοχονδρίου, τη διέγερση του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και στη λιπογένεση με οξείδωση των λιπαρών οξέων.
Σε αρκετές μετααναλύσεις συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής μελέτης «ATTICA» επιβεβαιώθηκε ο ρόλος της υπερουριχαιμίας στην αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα.
Όλα αυτά τα δεδομένα οδήγησαν για πρώτη φορά το 2018 την συμπερίληψη των επιπέδων του ουρικού οξέος στις κατευθυντήριες οδηγίες της υπέρτασης όπου πλέον το ουρικό οξύ κατατάσσεται ως ανεξάρτητος παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου στους υπερτασικούς ασθενείς, μαζί με την ηλικία, το κάπνισμα, το φύλο, το οικογενειακό ιστορικό κλπ.
Αντίστοιχα, η Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταρεία τo 2018 και η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρεία το 2017 ενσωμάτωσαν στις κατευθυντήριες οδηγίες τους το ουρικό οξύ ως παράγοντα αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ποια τα παθολογικά επίπεδα του ουρικού οξέος;
Είναι ευρέως γνωστό ότι σε επίπεδα 7mg/dl για τους άνδρες και >6mg/dl στις γυναίκες μπορεί να προκύψει πρόβλημα αρθροπάθειας και/ή νεφροπάθειας.
Τι συμβαίνει όμως με τα καρδιομεταβολικά νοσήματα;
Σε τιμές ουρικού οξέος >4.8 mg/dl αυξάνεται η ολική θνητότητα και σε τιμές >5.6 mg/dl η καρδιαγγειακή θνητότητα, δεδομένα που μας υποδεικνύουν το θεραπευτικό στόχο για τιμές ουρικού οξέος < 5 mg/dl, ιδίως σε άτομα με πρόσθετους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Πώς θα ελαττώσουμε τα επίπεδα του ουρικού οξέος;
Περιληπτικά, οι διατροφικές παρεμβάσεις (μείωση κατανάλωσης αλκοόλ και ιδίως της μπύρας, του κόκκινου κρέατος και των αναψυκτικών) και η μείωση του σωματικού βάρους έχουν θετική επίδραση στα επίπεδα του ουρικού οξέος, ενώ όσον αφορά τη φαρμακευτική αντιμετώπιση, φαίνεται πως η φεβουξοστάτη πλεονεκτεί έναντι της αλλοπουρινόλης ως προς την αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και τις αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.
- Υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις
- Φαρμακευτική αγωγή (αλλοπουρινόλη, φεβουξοστάτη)
Συμπερασματικά, η προσεκτική αξιολόγηση των επιπέδων του ουρικού οξέος στο αίμα αποτελεί μια πρακτική, συμπληρωματική και φθηνή προσέγγιση στην ταυτοποίηση και καλύτερη αντιμετώπιση ατόμων με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
*Άρθρο του Λάζαρου Καρνέση, Παθολόγου, Διευθυντή Δ’ Παθολογικής Κλινικής ΜΗΤΕΡΑ.
Ακολουθήστε το antenna.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις!