Κόμματα
Νταβανέλος: Οι «κόκκινες γραμμές» ξεθωριάζουν - Να πάμε σε εκλογές
Το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη ήταν σημαντικό λάθος, ενώ βλέπει πίεση ώστε η κυβέρνηση να υπογράψει τρίτο μνημόνιο.
Σκληρή κριτική στην κυβέρνηση ασκεί με άρθρο του, με τίτλο «Έφτασε η στιγμή της αλήθειας για τον ΣΥΡΙΖΑ», στο rproject.gr το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, Αντώνης Νταβανέλος, επικεφαλής της συνιστώσας «Διεθνιστική Εργατική Αριστερά».
Ο κ . Νταβανέλος κάνει αναφορά σε συνεχείς υποχωρήσεις σε σχέση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις, προτείνει προσφυγή στις κάλπες και ζητά κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία από εδώ και πέρα να ληφθούν από τα κομματικά όργανα.
«Η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη ήταν ένα σημαντικό λάθος, που προέκυψε από τον εγκλωβισμό στην προεκλογική «αφήγηση»», αναφέρει μεταξύ άλλων το στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και προσθέτει: «Μετά τις 20 Φλεβάρη, επιχειρήσαμε να αμυνθούμε με τις «κόκκινες γραμμές». Ήταν κατώτερες των δεσμεύσεών μας στη ΔΕΘ, που ήταν κατώτερες του συνεδριακού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ». «Σήμερα οι "κόκκινες γραμμές" ξεθωριάζουν…»
Στη συνέχεια ο κ. Νταβανέλος τονίζει ότι θα πρέπει να οδεύσουμε σε εκλογές και επισημαίνει ότι «σε κάθε περίπτωση, οι κρίσιμες αποφάσεις που έρχονται δεν είναι δυνατόν να ληφθούν από ένα κλειστό επιτελείο ανθρώπων, ακόμα και των καλύτερων προθέσεων. Το κόμμα, από την ΚΕ ως τις ΟΜ, πρέπει να κληθεί να αποφασίσει. Το κόμμα πρέπει να αντισταθεί στον κόντρα άνεμο που σηκώνεται όλο και πιο απειλητικά».
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του Αντώνη Νταβανέλου:
«Έφτασε η στιγμή της αλήθειας για τον ΣΥΡΙΖΑ
Υπήρξαμε πολλοί που δεν συμμεριζόμασταν την «ευκολία» της προεκλογικής αφήγησης, που διευκόλυνε μεν τον δρόμο προς την κάλπη, αλλά μας έθετε μπροστά σε ένα κρίσιμο ερώτημα: είναι δυνατόν να αναπτυχθεί ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα αντιλιτότητας μέσα στο πλαίσιο ανοχής της ευρωζώνης και διά της διαπραγματευτικής μεθόδου με τους «θεσμούς» της;
Σήμερα γνωρίζουμε την απάντηση: Όχι. Η ΕΕ και το ΔΝΤ επιχειρούν να συντρίψουν τον ΣΥΡΙΖΑ χτίζοντας το δίλημμα: απόλυτη ενσωμάτωση ή άμεση ανατροπή; Το κάνουν για λόγους οικονομικούς, επειδή η αντιλιτότητα είναι ασύμβατη με τη σημερινή κυρίαρχη πολιτική. Το κάνουν επίσης για λόγους πολιτικούς, γιατί η Ευρώπη όφειλε να θωρακιστεί απέναντι στον κίνδυνο της «μετάδοσης» του μικροβίου ΣΥΡΙΖΑ-Podemos.
Η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη ήταν ένα σημαντικό λάθος, που προέκυψε από τον εγκλωβισμό στην προεκλογική «αφήγηση». Δώσαμε τη δέσμευση της αποπληρωμής του χρέους «στο ακέραιο και εγκαίρως», παραιτηθήκαμε από «μονομερείς ενέργειες» με βάση το πρόγραμμά μας, που θα οικοδομούσαν μια στέρεα εργατική-λαϊκή συμμαχία γύρω από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεν πήραμε τίποτα. Η «δημιουργική ασάφεια» λειτούργησε και λειτουργεί υπέρ των ισχυρών.
Μετά τις 20 Φλεβάρη, επιχειρήσαμε να αμυνθούμε με τις «κόκκινες γραμμές». Ήταν κατώτερες των δεσμεύσεών μας στη ΔΕΘ, που ήταν κατώτερες του συνεδριακού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Σήμερα οι «κόκκινες γραμμές» ξεθωριάζουν: Στις ιδιωτικοποιήσεις –απέναντι στην εμβληματική σημαία του νεοφιλελευθερισμού– μιλάμε πλέον για τα έσοδα, για το πώς και πόσες δημόσιες επιχειρήσεις θα εκποιηθούν και όχι για το αν θα εκποιηθούν. Στο ζήτημα των φόρων θεωρούμε πλέον τον ΕΝΦΙΑ και τον ΦΠΑ ως «πεδία παραχωρήσεων» προς τους δανειστές και όχι ως ζητήματα βελτίωσης της ζωής των λαϊκών τάξεων, όπως προεκλογικά δεσμευτήκαμε. Στο Ασφαλιστικό εγγυόμαστε τις κατακτήσεις των «σήμερα συνταξιούχων» αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο αντιμεταρρύθμισης στις ασφαλιστικές προσδοκίες των μελλοντικών γενιών εργαζομένων. Στα εργασιακά, μετακινούμαστε από τη δέσμευση για αποκατάσταση της ισχύος των ΣΣΕ προς ένα νεφέλωμα των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών», όπως τις κατανοεί το ILO, με τον κίνδυνο να ανακαλύψουμε ότι συζητάμε για θεσμοθέτηση ενός νεοφιλελεύθερου κορπορατισμού (που ενσωματώνει ως κριτήρια στις ΣΣΕ τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα στην οικονομία...).
Είναι φανερό, για όποιον εξακολουθεί να θέλει να βλέπει, ότι έχουμε εγκλωβιστεί σε ένα καθοδικό σπιράλ: σε μια διαπραγμάτευση όπου σε κάθε φάση της υποχρεωνόμαστε να υπερασπίζουμε τον κόσμο μας, σε όλο και κατώτερο επίπεδο.
Είναι επίσης σαφές πού οδηγεί αυτή η κατηφόρα. Στο να μας υποχρεώσουν να υπογράψουμε εμείς το Μνημόνιο 3, τη συμφωνία που οι δανειστές ετοίμαζαν για συνυπογραφή με τους Σαμαρά και Βενιζέλο. Άλλωστε έχει ήδη διαφανεί και η χρονική στιγμή που θα επιχειρηθεί αυτή η ποιοτική κλιμάκωση της αντεπίθεσης των δανειστών: όταν η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να ζητήσει δανεισμό για να πληρώσει όχι πλέον τις δόσεις του χρέους, αλλά τους μισθούς και τις συντάξεις, τότε –εκτιμούν ότι– δεν θα έχει την πολιτική δύναμη για να διατυπώσει την παραμικρή αντίρρηση.
Η απόφαση να πληρώνονται μέχρι σήμερα τακτικά οι δόσεις –απόφαση που απορρέει από τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη– παρόλο που οι δανειστές δεν έδωσαν ούτε ένα ευρώ από τα υπεσχημένα και οφειλόμενα από τις παλαιότερες συμφωνίες, έχει εξαντλήσει επικίνδυνα τα αποθέματα του Δημοσίου, φέροντας πλέον την κρίσιμη στιγμή πολύ πολύ κοντά μας.
Οι πολιτικές συνέπειες μιας τέτοιας στρατηγικής υποχώρησης -γιατί δεν θα είναι πλέον εφικτό να μιλά κανείς για «συμβιβασμό»- θα είναι άμεσες. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι δυνατόν να μετατραπεί σε κόμμα λιτότητας. Οι δανειστές δεν θα δεχθούν, μεσοπρόθεσμα, να παραμείνει ως εγγυητής της συμφωνίας η σημερινή κυβέρνηση. Θα απαιτήσουν να καταβληθεί και το πολιτικό κόστος της περιπέτειας μετά τις 25 Γενάρη, εκβιάζοντας για «διεύρυνση» της κυβέρνησης Τσίπρα και, σταδιακά, για μετεξέλιξή της σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας ή αλλιώς για ανατροπή της. Η πολιτική ενεργοποίηση του Γ. Στουρνάρα –με το όνειρο μιας αλά Παπαδήμος κυβέρνησης «ευρωπαϊκού τόξου»– πρέπει να αντιμετωπιστεί ως προειδοποίηση.
Από αυτόν τον φαύλο κύκλο υπάρχει διέξοδος, που όμως γίνεται όλο και πιο δύσκολη με κάθε εβδομάδα που περνάει σε απραξία, με κάθε δόση που πληρώνεται στους δανειστές: Στάση πληρωμών προς τους τοκογλύφους - μέτρα περιορισμού της «ελευθερίας» δραπέτευσης των κεφαλαίων - υλοποίηση των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για τις τράπεζες - φορολόγηση του κεφαλαίου και των πλουσίων για χρηματοδότηση μέτρων αντιλιτότητας - υποστήριξη αυτής της πολιτικής με κάθε αναγκαίο μέσον, συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης με την ΕΕ και το ευρώ.
Μια τέτοια «τομή», που θα ήταν φυσιολογική μετά τις 25 Γενάρη, σήμερα θα πρέπει να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της αναβάπτισης στη λαϊκή εντολή. Σε εκλογές, υπό την προϋπόθεση της καθαρής παρουσίασης αυτών των επιλογών από την κυβέρνηση και της υποστήριξής τους από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε κάθε περίπτωση, οι κρίσιμες αποφάσεις που έρχονται δεν είναι δυνατόν να ληφθούν από ένα κλειστό επιτελείο ανθρώπων, ακόμα και των καλύτερων προθέσεων. Το κόμμα, από την ΚΕ ως τις ΟΜ, πρέπει να κληθεί να αποφασίσει. Το κόμμα πρέπει να αντισταθεί στον κόντρα άνεμο που σηκώνεται όλο και πιο απειλητικά».